- σωστικός
- -ή, -ό / σωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σωτικός, -ή, -όν, Α1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.)2. σωτήριος, αυτός που οδηγεί στη σωτηρία τής ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)νεοελλ.φρ. α) «σωστική λέμβος «ναυτ. η σωσίβια λέμβοςβ) «σωστικός σταθμός» — σταθμός για τη διάσωση ναυαγώνγ) «σωστική ανασκαφή»αρχαιολ. ανασκαφή που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής.επίρρ...σωστικῶς ΜΑμε τρόπο που οδηγεί στη σωτηρία τής ψυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω, με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.